- -ιάρης
- κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. -αρης* με -ι-, το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε -ι, -ια, -ιο κ.τ.ό.(πρβλ. αρρωστ-ι-άρης, γκριν-ι-άρης, παιχνιδ-ι-άρης, χτικ-ι-άρης). Είναι αξιοσημείωτο ότι η κατάλ. αυτή είναι έντονα χρωματισμένη και ως επί το πλείστον υποτιμητικά, ειρωνικά ή περιπαικτικά. Οι λ. με κατάλ. -ιάρης σημαίνουν: α) τον χαρακτηριζόμενο από αυτό το οποίο δηλώνει η πρωτότυπη λ. (συνήθως αρνητικό γνώρισμα)πρβλ. ναζ-ιάρης, παραπον-ιάρης, φοβητσ-ιάρης)β) αυτόν ο οποίος χαρακτηρίζεται ειρωνικά εξαιτίας κάποιου αρνητικού εξωτερικού γνωρίσματος του (πρβλ. κοκαλ-ιάρης, ξεδοντ-ιάρης, σπυρ-ιάρης)γ) αυτόν ο οποίος αρέσκεται σε κάτι ή έχει μανία με κάτι (πρβλ. ερωτ-ιάρης, κουλτουρ-ιάρης, ταξιδ-ιάρης)δ) ιδιότητα, μόνιμη κατάσταση κάποιου ή επάγγελμα (πρβλ. μεροκαματ-ιάρης, ταβερν-ιάρης, φαμελ-ιάρης).Παραδείγματα λέξεων σε -ιάρης: αγαθιάρης, αγαπησιάρης, αλανιάρης, αλωνιάρης, ανακατωσιάρης, αναμαλλιάρης, αναπαραδιάρης, αναποδιάρης, απελπισιάρης, αρκουδιάρης, αρρωστιάρης, ασπρουλιάρης, βηχιάρης, βλαστημιάρης, βλογιάρης, γαϊδουριάρης, γαργαλιάρης, γελασιάρης, γκρινιάρης, δαγκανιάρης, δαγκωνιάρης, δαιμονιάρης, διακονιάρης, δρακουλιάρης, ερωτιάρης, ζαβολιάρης, ζηλιάρης, ζημιάρης, ζοχαδιάρης, καρβουνιάρης, κασιδιάρης, κατουρλιάρης, κατρουλιάρης, κατσουφιάρης, καυχησιάρης, κιτρινιάρης, κλανιάρης, κλαψιάρης, κοιλιάρης, κοκαλιάρης, κονιδιάρης, κοπαδιάρης, κουλτουριάρης, κουρελιάρης, λειχηνιάρης, λησμονιάρης, λιγδιάρης, λιχουδιάρης, λυπησιάρης, λυσσιάρης, μαραζιάρης, μαρτυριάρης, μεροκαματιάρης, μπεκιάρης, μυξιάρης, ναζιάρης, ντροπιάρης, ξασπρουλιάρης, ξεδοντιάρης, ξεκουτιάρης, ξεμαλλιάρης, ξεχασιάρης, παθιάρης, παινεσιάρης, παιχνιδιάρης, παλαβιάρης, πανουκλιάρης, παραπονιάρης, παρεξηγιάρης, πικριάρης, πονεσιάρης, πουτανιάρης, ραλιάρης, σαλιάρης, σιχασιάρης, σκανταλιάρης, σκουληκιάρης, σκουντουφλιάρης, σκουπιδιάρης, σποριάρης, σπυριάρης, στομαχιάρης, ταβερνιάρης, ταξιδιάρης, τουρτουριάρης, τρεμουλιάρης, τσιμπλιάρης, τσιρλιάρης, υπνιάρης, φακιδιάρης, φαμελιάρης, φοβητσιάρης, φουκαριάρης, χαδιάρης, χασμουριάρης, χελωνιάρης, χλεμπονιάρης, χολιάρης, χτικιάρης, ψειριάρης, ψυλλιάρης, ψυχοπονιάρης, ψωριάρης.
Dictionary of Greek. 2013.